τουρκολογιά

τουρκολογιά
η, Ν
μεγάλο πλήθος Τούρκων, πολλοί Τούρκοι συγκεντρωμένοι σε ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -λογιά (πρβλ. φτωχο-λογιά), βλ. λ. -λογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουρκολογία — η, Ν [τουρκολόγος] η μελέτη τής γλώσσας, τών ηθών και εθίμων, καθώς και τής ιστορίας τών Τούρκων …   Dictionary of Greek

  • τουρκολόι — και τουρκολόγι, το, Ν η τουρκολογιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + λόι (βλ. λ. λόγι)] …   Dictionary of Greek

  • τουρκομάνι — το, Ν τουρκολογιά, στίφη από Τούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + μάνι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”